.

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΗΧΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΗΧΟΙ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1956-1967

Κώστας Κατσάπης
Αθήνα 2007





   Πρόκειται για τον προπομπό του βιβλίου Το «πρόβλημα νεολαία» - Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1964-1974, που έχει ήδη παρουσιαστεί εδώ (http://hypnovatis.blogspot.gr/2013/04/o.html).

   Τους τελευταίους δύο αιώνες υπήρχε ανέκαθεν στην Ελλάδα ένα ποσοστό ανθρώπων –κυρίως νέων- που για κάποιους, εκ πρώτης όψεως μή καθορίσιμους, λόγους δεν ένιωθε καλά εδώ. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονταν από την ανάγκη τους να ξεφύγουν κυριολεκτικά, ή μεταφορικά από την Ελλάδα. Δεν αναφερόμαστε στην κλασική ελληνική μετανάστευση, η οποία είχε την αιτία της στην υλική ένδεια, αλλά σε ένα είδος μεταναστευτικής φυγής που είχε ψυχολογική αφετηρία.



   Αρχικά επρόκειτο για γόνους ευκατάστατων οικογενειών, όπως ο διαφωτιστής Αδαμάντιος Κοραής. Οι νέοι αυτοί στέλνονταν από τους γονείς τους στη δυτική Ευρώπη για ανώτερες σπουδές, με στόχο την ανάληψη, όταν επέστρεφαν, των μεγάλων οικογενειακών τους επιχειρήσεων. Αλλά γοητεύονταν τόσο από τη δυτική κουλτούρα που συνήθως έχαναν κάθε διάθεση να επιστρέψουν στην χριστιανοτουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Πολλοί, όπως ο προαναφερθείς σκληρός αντικληρικαλιστής και αντιβυζαντινιστής Κοραής, επιχείρησαν την μεταλαμπάδευση θεμελιωδών στοιχείων αυτής της κουλτούρας στο ελλαδικό έδαφος. Οι περισσότεροι έλληνες εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού προέρχονται από αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί υπήρξαν οι θεωρητικοί θεμελιωτές της επανάστασης του 1821, οι συντάκτες των, πρωτοποριακών για την εποχή, πρώτων συνταγμάτων του νέου κράτους, αλλά και οι δημιουργοί  των πρώτων σχολικών διδακτικών προγραμμάτων.
   Μετά την επανάσταση και περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1850-1860 οι εν Ελλάδι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού διαφωτιστικού πνεύματος έδωσαν σκληρή μάχη με τους οπαδούς του βυζαντινισμού, για τον καθορισμό της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της νέας χώρας. Δυστυχώς η σύγκρουση παρέμεινε σε επίπεδο ιντελιγκέντσιας και δεν επεκτάθηκε μέχρι τον αμόρφωτο και αγοφερόμενο από την εκκλησία λαό. Έτσι το διαφωτιστικό κύμα που λίγες δεκαετίες πριν είχε σημαδέψει την Ευρώπη με το πέρασμά του, στην Ελλάδα αναχαιτίσθηκε.  Ένα ορατό δείγμα της πολιτισμικής οπισθοδρόμησης  υπήρξε η επαναφορά, εκείνη περίπου την εποχή, στην σχολική εκπαίδευση της καθημερινής προσευχής, των υποχρεωτικών εκκλησιασμών και του “μαθήματος” των θρησκευτικών.  Έτσι χάθηκε και η τελευταία μέχρι σήμερα ευκαιρία της χώρας να αποβυζαντινοποιηθεί και να εκκοσμικευθεί.

   Αλλά είναι γύρω στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που η βελτίωση και εξάπλωση των μέσων επικοινωνίας άρχισε να φέρνει σε επαφή με τη δυτική κουλτούρα ένα πολύ μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων, κυρίως από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Σε αυτή την περίπτωση όταν λέμε “δυτική κουλτούρα” δεν αναφερόμαστε μόνο στα πολιτισμικά της στοιχεία, που θεώρησαν ως εκλεκτά στην εποχή τους οι διαφωτιστές, αλλά και σε πιο τρέχουσες πλευρές της, όπως ο κινηματογράφος, η λαϊκή της  μουσική, η λογοτεχνία της κλπ. Με αυτόν τον τρόπο, ήρθαν φυσικά και πολλά σκουπίδια, κυρίως αμερικάνικα, όπως αστυνομικά σήριαλς, σαπουνόπερες, ταινίες με τον Τζων Γουέην κλπ. Αλλά ειδικά οι νέοι –ή τουλάχιστον ένα τμήμα τους- έβαζαν συνήθως κάποια στοιχειώδη κριτήρια ποιότητας σε ό,τι ερχόταν απ’ έξω. Διάλεγαν με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες τους, τις προσδοκίες τους, τις ανησυχίες τους και όχι μια ανιαρή διασκέδαση για κουρασμένους ενήλικους. Αγκάλιασαν αμέσως τα νέα τότε μουσικά ιδιώματα, όπως το σουίνγκ λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ή τη ροκ, μεταγενέστερα. Υποδέχτηκαν σαν τη διψασμένη για βροχή γη, ταινίες όπως ο Ατίθασος, Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα, ή ο Επαναστάτης Χωρίς Αιτία.

   Ένα ειδοποιό χαρακτηριστικό αυτής της διεθνούς επικοινωνίας είναι ότι γινόταν μεταξύ νέων από διαφορετικές χώρες και αφορούσε κυρίως τις δικές τους ανάγκες. Έτσι ένα τμήμα της εγχώριας νεολαίας εντάχθηκε σε μια διεθνή κοινότητα πολιτισμού, αναγκών, προβληματισμών, συναισθημάτων κ.λπ. Από αυτό ακριβώς το  τμήμα της ελληνικής νεολαίας προέρχεται η μοναδική εις βάθος πολιτισμική επαφή της Ελλάδας με τη Δύση, τα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η υπόλοιπη χώρα εξακολούθησε να καταναλώνει απλώς δυτικά βιομηχανικά προϊόντα, να ζει μέσα στην πολιτισμική κλειστότητα και την πολιτισμική ξενοφοβία και επιπλέον να νιώθει απειλημένη από τη ύπαρξη μιας τέτοιας νεολαίας. Αυτή η καχυποψία έχει το ιστορικό της πλαίσιο στην από αιώνων σύγκρουση μεταξύ βυζαντινισμού και δυτικού πολιτισμού και αποτελεί την συνέχιση, με σύγχρονους όρους, αυτής της σύγκρουσης.

   Η πρωτοφανής για την εποχή (αμέσως μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950) άρνηση των νέων να παίρνουν στα σοβαρά τα φληναφήματα των ταγών της «παράδοσης», η αυξανόμενη αυθάδεια και η «έλλειψη σεβασμού» προς τους σεμνότυφους –και υποκριτές- κηδεμόνες τους (εκπαιδευτικούς, ιερωμένους, γονείς, πολιτικούς, αστυνομικούς κλπ.), η πρωτοεμφανιζόμενη νεανική ροπή προς μια αρχικά δειλή, αλλά σαφώς απροκάλυπτη έκφραση της σεξουαλικότητας (δημόσια ερωτικά φιλιά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, μαθητικά πάρτυς με σκοπό το «χούφτωμα», το «τρίψιμο» κ.λπ.) αλλά και η επακόλουθη ενστικτώδης παραβατικότητα του πρώιμου ροκ εντ ρολλ («τεντυμποϋσμός»), θεωρήθηκαν και στην Ελλάδα ως προϊόντα του «σατανικού» ρυθμού αυτής της μουσικής: όπως πολύ σωστά διαισθάνθηκαν οι απανταχού ευϋπόληπτοι νοικοκυραίοι (από την Κου Κλουξ Κλαν μέχρι την «δική» μας Αδελφότητα Θεολόγων Η Ζωή), πίσω από την, διαμέσου του χορού, δυναμιτισμένη ενεργοποίηση άγνωστων ή καταπιεσμένων σωματικών αντιδράσεων, καραδοκούσε η πολύ πιο επικίνδυνη ενεργοποίηση αντίστοιχων εγκεφαλικών (κάπου εδώ σκέφτομαι ότι αν δίπλα στην «ηθικά φθοροποιό» δύναμη του ροκ εντ ρολλ ρυθμού προσθέσουμε και την –πιθανότατα- πρώτη εμφάνιση του χαρούμενου ανθρώπινου ουρλιαχτού στην ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής, θα πρέπει να μιλάμε για πρόκληση όχι απλώς πολιτισμικού σοκ στους νοικοκυραίους, αλλά κανονικού εγκεφαλικού...).





   Μέσα από μια υπερπλήρη παρουσίαση και ανάλυση αρχειακού υλικού (εφημερίδες της εποχής, κομματικά αρχεία, εκκλησιαστικές ντιρεκτίβες, υπουργικές και αστυνομικές διατάξεις, διηγήσεις νέων της εποχής) ζούμε -και απολαμβάνουμε- τον διαχρονικό πανικό του (ελληνο)χριστιανικού βυζαντινισμού μπροστά στην σαρωτική δυτική πολιτισμική επέλαση και κυρίως μπροστά στην απήχηση που είχαν στα νιάτα ορισμένες ιδιαίτερα «επικίνδυνες» απελευθερωτικές πτυχές της. Γελάμε με τις κατηγορίες περί «ηθικού κατήφορου» στον οποίο δήθεν κατρακυλούσε η (μαθητιώσα ειδικά) νεολαία, με αμπελοφιλοσοφικού τύπου εκτιμήσεις όπως ότι υπεύθυνη για την κατάσταση πρέπει να θεωρηθεί η ανερχόμενη καταναλωτική «καλοπέραση» που εκτόπισε την προηγούμενη φτώχεια και τις θεωρούμενες ως αρετές της, με τις γραφικές αρλουμπολογίες περί «ανάγκης επείγουσας επιστροφής στην ελληνοχριστιανική παράδοση».  
  Ζούμε επίσης την αμηχανία της εγχώριας αριστεράς -της αριστερόστροφης δηλαδή όψης της (β)ρωμηοσύνης- μπροστά στην ανάδυση ενός πολιτισμικού και κοινωνικού φαινομένου, το οποίο ξεπερνούσε απελπιστικά τις στενές αντιληπτικές της δυνατότητες. Αρχικά η αριστερά στην Ελλάδα -ως πιστό αντικαθρέφτισμα της δεξιόστροφης ρωμηοσύνης- θεώρησε το ροκ εντ ρολλ ως μια «ξενόφερτη μόδα των ιμπεριαλιστών» και του επεφύλαξε την ανάλογη αφ’ υψηλού ηθικολογική αντιμετώπιση. Αργότερα, όταν η νεανική ροκ κουλτούρα ξεπέρασε την φυσιολογική «ανώριμη» αρχική της αυθάδεια, ή παραβατικότητα και παρουσίασε τα πρώτα σημάδια κοινωνικής και πολιτικής συνειδητοποίησης (Μπομπ Ντύλαν, Τζοάν Μπαέζ και protest song, συνάντηση της ροκ, όχι μόνο με το νέγρικο μπλουζ από το οποίο άλλωστε εν μέρει προερχόταν, αλλά και με τη δημώδη –folk- μουσική, δηλώσεις των Beatles εναντίον της κλιμάκωσης του πολέμου στο Βιετνάμ κ.λπ.), η αριστερά στην προσπάθειά της να μην ξεπεραστεί από τις εξελίξεις (δηλαδή να μην χάσει τη νεανική πελατεία της) άρχισε τις προσπάθειες προσεταιρισμού. Μέσα από την οργανωτική απορρόφηση (ή μάλλον καταβρόχθιση) της νεολαίας Λαμπράκη (η οποία ήταν -συγκρατημένα έστω- επηρεασμένη από τα νέα διεθνή νεολαιίστικα ήθη), επιχειρήθηκε (φυσικά εκ των άνω) το λανσάρισμα ενός νεανικού προτύπου, που δεν θα δείχνει τόσο αρτηριοσκληρωτικό και καταπιεσμένο όσο σε προηγούμενες εποχές, αλλά παρ’ όλα αυτά θα διατηρεί τις διάφορες θεωρούμενες ως «λαϊκές αξίες» και «αγωνιστικές αρετές» («παλληκαριά», «λεβεντιά», «ήθος», «σεβασμός» προς την –κατά περίπτωση- «γυναικεία», ή «αντρική τιμή» και λοιπές ηθικολογικές παρόλες, που αν υποθέσουμε ότι είχαν κάποτε κάποιο νόημα, το χάνουν παντελώς όταν επιβάλλονται ως άρθρα κομματικών καταστατικών), σε αντιδιαστολή με τον «ηθικό κατήφορο» της ελευθεριότητας των «τεντυμπόυδων» και «γιεγιέδων». 
   Γύρω στα 1965 η αδέξια αυτή απόπειρα είχε ξεφουσκώσει, η νεολαία Λαμπράκη είχε γίνει δεκανίκι της ανέραστης Ε.Δ.Α. και η αριστερά είχε επιστρέψει στον συνήθη γεροντοκορισμό της (και στις γνωστές της ασφαλείς ερμηνείες του κόσμου). Έτσι (κάτι που περιέργως δεν αναφέρεται στο βιβλίο) στην εισαγωγή του εμβληματικού -για τον βυζαντινισμό- δίσκου Ρωμιοσύνη των Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Ρίτσου (1966), ακούγονται διάφορα εθνικόφρονα και ελληνοχριστιανοτραφή όπως: "Σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά είναι ανάγκη να πιαστούμε σφιχτά χέρι με χέρι έλληνες καλλιτέχνες και λαός, για να υπερασπιστούμε την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Σκοτεινές δυνάμεις πνίγουν το ελληνικό τραγούδι στο Ε.Ι.Ρ. Οι ίδιες δυνάμεις προσπαθούν να επιβάλλουν ιδιαίτερα μέσα στη νεολαία μας τα βάρβαρα ήθη των γιεγιέδων. Η απάντησίς μας πρέπει να είναι δημιουργική, επιβλητική, χωρίς ανάσα έως τον θρίαμβο της ελληνικής μουσικής, γνήσιου φορέα του ελληνικού ήθους. Η απάντησίς μας κλείνεται και θα κλείνεται μέσα σε μια μόνο λέξη: Ρωμιοσύνη!".


    Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη (γήπεδο ΑΕΚ 1966, παρουσίαση από την ηθοποιό Ελένη Ροδά: "Σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά είναι ανάγκη να πιαστούμε σφιχτά χέρι με χέρι έλληνες καλλιτέχνες και λαός, για να υπερασπιστούμε την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Σκοτεινές δυνάμεις πνίγουν το ελληνικό τραγούδι στο Ε.Ι.Ρ. Οι ίδιες δυνάμεις προσπαθούν να επιβάλλουν ιδιαίτερα μέσα στη νεολαία μας τα βάρβαρα ήθη των γιεγιέδων. Η απάντησίς μας πρέπει να είναι δημιουργική, επιβλητική, χωρίς ανάσα έως τον θρίαμβο της ελληνικής μουσικής, γνήσιου φορέα του ελληνικού ήθους. Η απάντησίς μας κλείνεται και θα κλείνεται μέσα σε μια μόνο λέξη: Ρωμιοσύνη")

Όλη η δυτικοφοβία, ο ρατσισμός, ο σωβινισμός, η σεμνοτυφία, η ηθικολογία, η υποκρισία και ο πολιτισμικός κομπλεξισμός τής διαρκώς φαντασιούμενης ως απειλημένης (β)ρωμηοσύνης περιέχονται στο παραπάνω μαργαριτάρι. Απορία: εν έτει 1966, το καταγγελόμενο ως κατεχόμενο από ... σκοτεινές δυνάμεις, Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας έπαιζε τόσο συχνά μουσική για "γιεγιέδες"; Έπαιζε δηλαδή Beatles, Rolling Stones, Animals, Cream, Kinks, Zombies, Buffalo Springfield, Who, Mamas And Papas, Music Machine, Lovin' Spoonful;;;!!! 

Δυστυχώς για τους προπαγανδιστές της αριστεράς, ο Κώστας Κατσάπης παρουσιάζει τα αρχεία από τις λίστες τραγουδιών που παίζονταν ακριβώς εκείνη την εποχή στο Ε.Ι.Ρ. (παρμένα από το επίσημο περιοδικό του Ε.Ι.Ρ. "Ραδιοπρόγραμμα") και βέβαια ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε για δείγμα τραγούδι των "βαρβάρων γιεγιέδων". 

  

   Μια εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι καταρρίπτει τον διαδεδομένο (και βολικό) ρωμέικο μύθο περί της εμπορευματικής προέλευσης και διάδοσης του ροκ εντ ρολλ, που δήθεν προωθήθηκε στην Ελλάδα ως «πακέτο» μαζί με διάφορες άλλες αμερικανιές, με σκοπό την «άλωση» της πολιτισμικής και εθνικής «ταυτότητας» (δηλαδή του ελληνοχριστιανικού υβριδίου - είναι διαπιστωμένο γεγονός άλλωστε ότι η ρωμηοσύνη κατηγορεί πάντα άλλους για τα ρεζιλίκια της και ειδικά για την μόνιμη πολιτισμική υστέρησή της).
   Στο βιβλίο γίνεται εκτενής παρουσίαση και ανάλυση του φαινομένου των αμερικανικών μικρών ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούμενες κυρίως με βάση το καλλιεργημένο μουσικό αισθητήριο των ιδρυτών τους, πρόσφεραν αποκλειστική στέγη όχι μόνο στο ροκ εντ ρολλ, αλλά και σε άλλα περιθωριακά μουσικά είδη -τα οποία απαξίωναν οι καθαρά κερδοσκοπικές μεγάλες δισκογραφικές- ενώ σπανίως είχαν δίκτυο δημοσίων σχέσεων και  πρόσβαση στο ραδιόφωνο.
   Όταν οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες αντιλήφθηκαν το «λαβράκι» που άφησαν να περάσει «ανεκμετάλλευτο» μέσα από τα χέρια τους, ήταν ήδη αργά.
   Γίνεται έτσι ξεκάθαρο ότι το ροκ εντ ρολλ εξαπλώθηκε και επιβλήθηκε σαν γνήσιο τέκνο της Ανάγκης, εναντίον όχι μόνο του ιδεολογικού αλλά και του οικονομικού πολέμου που του έγινε. Ειδικά στην Ελλάδα εξέφρασε μια νεολαία τόσο μπουχτισμένη από το σφυροκόπημα της δεξιόστροφης και αριστερόστροφης εθνικοφροσύνης και μιας βρυκολακιασμένης «παράδοσης»,  ώστε οι περιορισμένων ποσοτήτων –και πανάκριβοι- ροκ δίσκοι που έφταναν στη χώρα από το 1957 μέχρι το 1974 (και μάλιστα χωρίς την παραμικρή προώθηση από το ραδιόφωνο), οι οποίοι διακινούνταν ευλαβικά «χέρι με χέρι» και κυριολεκτικά έλιωναν σαν κερί από την πολλή αναπαραγωγή στα πάρτυς και στις παρέες, να δημιουργήσουν μια «θορυβώδη» νεανική κοινότητα και ένα πολιτισμικό σοκ στη μετεμφυλιοπολεμική νεοελληνική κοινωνία.

   [Και μια δική μου διευκρίνιση: η πολυπροπαγανδισμένη, από τους ταγούς της ρωμηοσύνης, εμπορευματοποίηση τής ροκ γνώρισε τη μεγάλη της εξάπλωση μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αν και πάλι όχι στον ισοπεδωτικό βαθμό που προβάλλεται: οι ανεξάρτητες εταιρείες συνέχισαν να υπάρχουν δυναμικά και εξάλλου είναι πανεύκολο ακόμα και για έναν άσχετο να ξεχωρίσει την ολοφάνερα «στημένη» εμπορευματοποιημένη «ροκ» από την πηγαία και γνήσια. Άλλωστε η ροκ (τουλάχιστον στην περίοδο που επικρατούσε διεθνώς ως το κατεξοχήν μέσο έκφρασης του άνθους της νεολαίας, δηλαδή περίπου τα έτη 1955-1993)  παρουσίασε επανειλημμένα την ικανότητα να αυτοεξυγειαίνεται και να ανανεώνεται (όπως με τα βρετανικά συγκροτήματα του 1963-1964, ή το πανκ και new wave, στα τέλη της δεκαετίας του 1970)].   

    Το βιβλίο κλείνει σημαδιακά με εκείνη την επεισοδιακή ημιτελή συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στις 17/4/1967, τέσσερεις δηλαδή ημέρες πριν η πατριώτισσα, θεοφοβούμενη και οικογενειάρχισσα ρωμηοσύνη, καλωσορίσει ανακουφισμένη την εθνοσωτήρια στρατιωτική «επανάσταση» και βάλει στον ελληνοχριστιανικό γύψο την «ηθικά κατρακυλισμένη» νεολαία της.

   Είναι ελπιδοφόρο ότι πλέον άρχισαν να εμφανίζονται και στην Ελλάδα επιστημονικές εργασίες για την κοινωνική ιστορία της σύγχρονης μουσικής, κάτι που αλλού (π.χ. Η.Π.Α., Γερμανία κ.α.) έχει αρχίσει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ειδικά στην περίπτωσή μας είναι ελπιδοφόρο ότι αναδεικνύονται πτυχές της νεοελληνικής ιστορίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την αυθόρμητη δράση των υγιών και ζωντανών ανθρώπων, χωρίς να επικαλύπτεται από τους εκάστοτε εθνικούς μύθους. Εν προκειμένω η ιστορία της σύγχρονης ελληνικής νεολαίας δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται με κανένα εν διατεταγμένη υπηρεσία μόρφωμα, και κυρίως με τους διάφορους αυτόκλητους κομματοθρησκευτικούς, ή άλλους «θεσμικούς» «εκφραστές» της, που το μόνο που τής επιφυλάσσουν είναι μια θέση «τσικό» στα διάφορα προκρούστεια οργανωτικά «κουτάκια» τους. 
   Ένα βιβλίο που επιβάλλεται να πάρει μια θέση στη δισκοθήκη  βιβλιοθήκη, όχι μόνο κάθε ανθρώπου για τον οποίο η ροκ σήμανε κάτι για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, αλλά και κάθε άλλου που προσπαθεί να διαμορφώσει τη δική του με πράγματα που να έχουν κάποια αυθεντικότητα.

Θ. Λ.


   ΥΓ. Και μια «παραγγελιά»: περιμένω εναγωνίως ένα τρίτο βιβλίο για την ελληνική νεολαία, που θα αναφέρεται στην  αντιμετώπιση της μετά το 1974.

(Το βιβλίο μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν από εδώ:  http://www.iaen.gr/ihoi_kai_apoihoi__koinoniki_istoria_tou_rok_en_rol_fainomenou_stin_ellada__1956_1967-b-70.html)


Διαβάστε επίσης:
-Συνέντευξη του Κώστα Κατσάπη στην Ελευθεροτυπία (10 Δεκεμβρίου 2009)«Το ροκ πολεμήθηκε (και) από την Αριστερά»
-Άκου δούλε ρωμιέ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου